9/9/14

Η παράνοια της μοναξιάς

Το παράσιτο που κολλάς όταν παύει ο έρωτας έχει διάφορες επιδράσεις πάνω σου. Ίσως ακόμα και ψευδαισθήσεις. Θυμάσαι και επιθυμείς και νιώθεις. Ένα άγγιγμα, ένα φιλί, πολύ απλά πράγματα. Ζεις σκηνές που σε άγγιζαν κάθε φορά. 

Μετά νιώθεις ταπεινός, ενός είδους ντροπή. Δε θέλεις να σε κοιτά κανείς, δεν κοιτάς κανέναν. Όλα μοιάζουν ασήμαντα. Εκτός από το πρόσωπο που σου λείπει. Το πρόσωπο που σκέφτεσαι και ψεύδεσαι στον εαυτό σου πως αν ήταν μπροστά σου, θα του έδειχνες την αγάπη σου όπως παλιά.

Έρχονται και στιγμές πανικού, φυγής, νιώθεις μια επιθυμία να φύγεις. Μα πού να πας? Πίσω? 

Κοιτάς το παρελθόν και παρατηρείς ότι ποτέ δε θα φανταζόσουν τέτοια έκβαση. Βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του κατηγορούμενου. Ένοχος γιατί αγάπησες πολύ? Ένοχος για ό,τι καλό πρόσφερες? Και ποιος σε δικάζει? Η σκληρή και σκοτεινή ζωή?

Κι έπειτα μισείς τη λογική που σε βάζει σε τέτοιο δίλημμα. Μισείς τον εαυτό σου. Μες στο παραλήρημα που σου προκαλεί η στέρηση αγάπης και στο θυμίζει τα βράδια η μοναξιά.

Η ψυχολογία σου γίνεται εύθραυστη. Η συνήθεια που κόπηκε μαχαίρι σου ρίχνει βαρίδια στον ώμο κι εσύ παλεύεις να μείνεις όρθιος. Η εμπιστοσύνη σου κονιορτοποιείται και χάνεται στον αέρα, την βλέπεις και αδιαφορείς, δε πιστεύεις σε τίποτα και κανέναν πια.

Τέλος, ζεις κι εκείνες τις στιγμές που καθαρίζει κάπως το μυαλό σου και απλά εύχεσαι, στ' όνομα της αγάπης, να είναι πάντα καλά κι ας έγιναν όλα στάχτη. 

7/9/14

Το οξύμωρο παραλήρημα

Η αληθινή αγάπη που οι... συνθήκες σ' αναγκάζουν να διακόψεις, σε πετάει μέσα σε μια δίνη πόνου όπου ζεις ένα παραλήρημα. Ένα παραλήρημα ίδιας φύσης με εκείνο που έζησες όταν άρχισες ν' αγαπάς. Ίδιας φύσης, μα διαφορετικό, με άλλα συναισθήματα και άλλα λόγια.

Η δίνη αυτή έχει μέσα κάθε λογής τρέλα. Είναι μια πηγή οξύμωρου. Νιώθεις εκεί μέσα άδειος και γεμάτος, αισθάνεσαι και δεν αισθάνεσαι. Μουδιάζει το μυαλό σου και ενίοτε θολώνουν τα μάτια σου. Νιώθεις μόνος μα και δε θέλεις κανέναν.

Κλονίζεται η πίστη σου στην αγάπη και συγκρούεται με τη θέλησή σου. Η θέληση, από την άλλη, βρίσκεται σε εμφύλιο: παλεύουν η λογική και τα συναισθήματα. Τα θύματα του πολέμου είστε εσύ και το "άλλο σου μισό". Ή το "άλλο σου εγώ".

Οι "κόμποι" στο λαιμό παύουν για λίγο τις σκέψεις σου για να κυριαρχήσει η θλίψη. Ύστερα ξανασηκώνεται η θύελλα στο μυαλό σου: "κι αν"? Αν το άσπρο είναι μαύρο? Αν το μαύρο είναι άσπρο? Αποφασίζει η λογική ή η καρδιά?

Χάνονται τα μέτρα και τα σταθμά, δεν είναι τίποτα αξιόπιστο για να κρίνεις την κατάσταση. Είσαι ευγνώμων για αυτό που χάνεις και σου λείπει. Κάτι μέσα σου φωνάζει πως πρέπει να λήξει η ιστορία αλλά εσύ διστάζεις ακόμα και αφού έχεις πάρει την απόφαση.

Νιώθεις σα δοχείο που το γέμιζε η αγάπη. Μα δε ράγισε. Εξαϋλώθηκε και ό,τι ήταν μέσα πήρε μορφή περίεργη καθώς χυνόταν παντού. Χύνεται και φεύγει αργά και όσο εσύ αδειάζεις, τόσο ο χρόνος παίρνει τα κομμάτια σου και τα συναρμολογεί πάλι όπως ήταν. Κι η "κόλλα" που αναπλάθει την ψυχή σου είναι η ίδια η θλίψη. Κι η θλίψη, η "κόλλα" αυτή που σε κάνει ξανά δυνατό αφήνει πίσω μια περίεργη οσμή, που σε ζαλίζει αλλά σ' αρέσει να μυρίζεις.

Η οσμή αυτή λέγεται ελπίδα. Η κρυφή ελπίδα να γίνουν όλα όπως παλιά, όπως κάποτε. Κάπου-κάπου τη μυρίζεις, θυμάσαι, λυπάσαι και αναστατώνεσαι. Θες να γυρίσεις πίσω αλλά δεν θέλεις. Ύστερα όμως δε μυρίζεις τίποτα, το "δοχείο" έχει πλέον καινούργια συναισθήματα μέσα και ανακατεύονται όλα.

Ένα οξύμωρο παραλήρημα που φθίνει με τον καιρό. Ένα παράσιτο απ' το οποίο δεν απαλλάσσεσαι ποτέ άπαξ και πέσεις μέσα στη δίνη της αγάπης.