12/8/16

Αντίο, καλή αρχή

Καλησπέρα.

Ύστερα από περίπου 8 χρόνια, περίπου 10 χιλιάδες προβολές και περίπου 100 αναρτήσεις, πήρα την απόφαση να κάνω μια “επανεκκίνηση”. Να μεταφερθώ στο WordPress με εντελώς διαφορετικό theme και να αρχίσω να αναθεωρώ το υλικό που έχω δημοσιεύσει.

Τι έχω στο μυαλό μου; Προς το παρόν πειράζω τα πάντα για να οριστεί το τελικό σχέδιο της σελίδας. Σε δεύτερη φάση θέλω να αρχίσω να αναδημοσιεύω ενημερωμένες εκδοχές παλιών μου αναρτήσεων από το παλιό blog. Μετά θα είναι όλα όπως πριν.

Το παρόν θα παραμείνει ανοιχτό αλλά δε θα ενημερώνεται. Για συναισθηματικούς λόγους και για να υπάρχει ως αρχείο για ό,τι δεν θα αναδημοσιεύσω εδώ. Κι επειδή υπάρχουν διάφορα ανέκδοτα κειμενάκια που μάλλον θα μείνουν εκεί μέχρι να χαθούν ή να αλλάξω γνώμη.

Ίσως αρχίσω να χρησιμοποιώ περισσότερες εικόνες.

Καλησπέρα και πάλι.

8/8/16

Όταν κάποιος χάνει κάποιον

Δεν είναι εύκολο. Ούτε αν συμβεί σε εσένα, ούτε σε κάποιον που γνωρίζεις καλά. Τα στάδια που ισχύουν είναι συγκεκριμένα. αρκεί να σε αφήσουν στην ησυχία σου αυτοί που υποκρίνονται.


Δεν υπάρχουν πολλά που μπορείς να πεις σ’ εκείνον που έχασε κάποιον δικό του. Κάθε απόπειρα παρηγορητικής προσέγγισης ικανοποιεί περισσότερο τη ναρκισσιστική ανάγκη σου να εκτελέσεις το ηθικό σου καθήκον, παρά την ενδεχόμενη προοπτική λύτρωσης του άλλου. Μερικά κενά απλώς δεν συμπληρώνονται με ευγενικές προθέσεις και σχήματα αβροφροσύνης, γιατί, απλούστατα, η συμπόνια που έχεις να προσφέρεις, ούτε που πλησιάζει ποιοτικά και ποσοτικά τον κατακερματισμό του άλλου. Πιστεύω ότι η απραξία και η σιωπή είναι σ’ αυτή την περίπτωση οι πιο αποδοτικές παραλείψεις.

Παράλληλα, το τελευταίο που χρειάζεται αυτός που βιώνει την απώλεια, είναι τρίτους, να τον ηρεμήσουν και να τον διαβεβαιώσουν ότι όλα θα πάνε καλά. Γιατί αυτός δεν θέλει ούτε να ηρεμήσει, ούτε να προχωρήσει παρακάτω. Σ’ αυτή τη φάση δεν ξέρει πού τελειώνει το σώμα του και πού ξεκινάει η οδύνη, έχει γίνει ένα με τον πόνο και δεν θέλει να τον αποχωριστεί, γιατί αυτό θα σήμαινε πως δίνει στην πραγματικότητα το δικαίωμα να επιβάλει τους δυσμενείς της όρους στη συνείδησή του. Ο πόνος είναι το μόνο πράγμα που τον συνδέει ακόμα με αυτόν που έφυγε, και αν επιχειρήσεις να του τον αποσπάσεις, του ζητάς να προδώσει τον αγαπημένο του.

Ο άνθρωπος που έχει τύψεις επειδή αναπνέει, δεν θέλει να γίνει καλά, θέλει απλώς να μη σκέφτεται. Κάθε προσπάθεια επαναφοράς, του υπενθυμίζει ότι αυτός είναι που επέζησε και ότι το βάρος της βασανιστικής του ύπαρξης θα το σηκώσει μόνος του τώρα, χωρίς να το ‘χει επιλέξει. Ο ακραίος πόνος είναι ένας αμυντικός μηχανισμός άρνησης, παρελκύει τη διαδικασία συνειδητοποίησης για να κρατήσει νοερά ζωντανή την παρουσία του απόντα. Αν ο πόνος σταματήσει, θα είναι σα να παραδέχεται το θάνατο, σα να εφησυχάζει με την τελεσιδικία του, σα να δίνει το έναυσμα για να κυλήσει ο χρόνος ξανά, από εκεί που σταμάτησε. Όχι, όσο καταφέρνει να πονάει, η κατάσταση είναι ακόμα ρευστή και μπορεί με κάποιον τρόπο να αναστραφεί.

Δεν είναι συνετό να πιέζεις τον άλλον να συνέλθει, ενώ δεν είναι έτοιμος να αποδεχτεί την βίαιη αλλαγή μέσα του και γύρω του. Ο ακρωτηριασμός δεν χωνεύεται εύκολα- είναι πιο βολικό να χάνεσαι στο μαρτύριό του, από το να κοιτάξεις απότομα το σημείο του σχίσματος. Το μυαλό υιοθετεί ανορθόδοξες πρακτικές, προκειμένου να σωθεί απ’ την παράνοια.

Φίλοι, φίλες, θείες, κουμπάρες και ξαδέρφια, δεν είναι τώρα η ώρα σας. Καλύτερα να κλάψετε σιωπηλά και να αφήσετε τις μεσιακές επεμβάσεις για αργότερα. Η καταναγκαστική σωτηρία δεν είναι το ζητούμενο, τη στιγμή που η ζωή μοιάζει ανυπόφορη και ο θάνατος προτιμότερος. Δώστε προτεραιότητα στα ζωώδη ένστικτα εκείνου που υποφέρει περισσότερο, για να ξυπνήσουν με τους δικούς τους ρυθμούς και να οργανώσουν το σχέδιο επιβίωσής του.

Η ζωή συνεχίζεται αλλά μόνο αν αφήσεις τον παθόντα να βρει μόνος του τον λόγο και την αφορμή.

Πηγή: http://thecurlysue.com/2014/12/24/η-απώλεια-των-άλλων/

3/8/16

Καλησπέρα #18792

Καλησπέρα και πάλι, θυμήθηκα ότι έχω blog αλλά δεν έχω οίστρο να γράψω. Η αλήθεια είναι ότι είχα κάποιες εμπνεύσεις τους τελευταίους μήνες μιας και πέρασα στρατό και άλλες προσωπικές φουρτούνες. Έγραφα και συμπλήρωνα ένα κείμενο σε ελεύθερο στυλ αυτούς τους μήνες αλλά δε ξέρω αν είναι άξιο δημοσίευσης. Ίσως το έγραψα απλά για να τα βγάλω από μέσα μου.

ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ!

Αφού δεν έχω ο ίδιος κάτι να προσφέρω, η επόμενη, καλύτερη, εναλλακτική είναι να αναδημοσιεύω κάτι που με εκφράζει σε μεγάλο βαθμό (αν όχι απόλυτα). Ίσως το κάνω μερικές φορές ακόμα.

Σας παρουσιάζω, λοιπόν, από το αείμνηστο Curly Sue το παρακάτω... Κάπου-κάπου έχω στριμώξει και δικά μου σχόλια.


Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν την φιλία με τόσο χρησιμοθηρικά casual διάθεση στην καθημερινότητά τους, και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η καταχρηστική αυτή στάση απέναντι στη φιλία ως έννοια αλλά και ως πράξη, πηγάζει από το αχανές, απρόσωπο και ανέξοδο socializing που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές σχέσεις της εποχής.
Η φιλία στην εποχή του facebook και του twitter -μια εποχή που μερικά αδιάκριτα κλικ αρκούν για τη σάρωση και της παραμικρής λεπτομέρειας στη ζωή ενός τυπικά αγνώστου- είναι το ιδανικό μαξιλαράκι στο οποίο ακουμπάει η στραμπουληγμένη ηθική και η καλοζωισμένη αναίδεια των περισσότερων. Η σουρεαλιστική εξοικείωση με το ξένο προσφέρεται με τόση άνεση από την ευρεία τεχνολογική δικτύωση, που άπαντες καταλήγουν να γνωρίζονται μεταξύ τους, χωρίς να ‘χουν μπει καν στον σχετικό κόπο. Η αυτοματοποίηση αυτή δίνει σε όλους το δικαίωμα να χαρακτηρίσουν φίλο έναν απλό γνωστό, αλλά και να αποποιηθούν μια φιλία με την ίδια ευκολία, υποβιβάζοντάς την σε απλή γνωριμία. Η οντολογική ισχύς μιας σχέσης εδράζεται καθ’ ολοκληρίαν στην τήρηση των ηλεκτρονικών πρακτικών, όπως αυτή γίνεται μέσα από πλατφόρμες τύπου facebook. Η εικονική πραγματικότητα έχει σχεδόν καταπιεί την ουσιαστική, επομένως η φιλία κρατάει όσο κρατάει το post που την αποδεικνύει.
Εγώ μπορώ σ' αυτό το σημείο να καυχηθώ ότι δεν έχω πραγματικό προφίλ στο facebook; Μπορώ να πω ότι ένας από τους κύριους λόγους που το έχω διαγράψει (όχι, δεν εννοώ απενεργοποίηση, γίνεται να το διαγράψεις) εδώ και 3 χρόνια, ήταν το ότι δεν άντεχα να βλέπω την αυτοματοποίηση αυτή που συν τοις άλλοις δίνει το θάρρος (και θράσος) στον κάθε γνωστό σου να δημοσιοποιήσει ΚΑΘΕ μαλακία που του κατεβαίνει στο κεφάλι; Ορίστε, το είπα.
Επιπλέον, όλο αυτό το πλασματικό κατασκεύασμα παραβλάπτει τις ήδη διαταραγμένες ισορροπίες των ερωτικών μας σχέσεων, και αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το χειρότερο απότοκο της εγκαθίδρυσης των social media στη συνείδηση και στο υποσυνείδητό μας. Το σκέλος των φιλικών σχέσεων, δηλαδή, έχει περιθώρια σωτηρίας, γιατί ερχόμενοι αντιμέτωποι με το έσχατο σημείο της υποκρισίας μας και της ανοχής των άλλων (ή της υποκρισίας των άλλων και της προσωπικής μας ανοχής), αναγκαζόμαστε κουτσά στραβά, με τους δικούς μας ρυθμούς, να αναγνωρίσουμε ποιος, γιατί και υπό ποιους όρους μετράει στη ζωή μας. Η χαλαρότητα της φιλίας, με λίγα λόγια, μας επιτρέπει να κάνουμε πολλά σφάλματα μέχρι να αναγνωρίσουμε την αυθεντική της αξία. Με τα ερωτικά μας, όμως, δεν ισχύει το ίδιο, γιατί εκεί η ουσία είναι ο τελευταίος σταθμός στην όλη διαδρομή, και, μέχρι να τη φτάσουμε, δεκάδες επικοινωνιακά εμπόδια μας φράζουν το δρόμο, επιδρώντας ανασταλτικά στην πιο ευεπίφορη μεριά. Η πανεύκολη πρόσβαση στο παρόν, στο παρελθόν, στις σκέψεις και στον περίγυρο του άλλου μας πλημμυρίζει με τα πιο εμπεριστατωμένα επιχειρήματα και τα πιο πειστικά κίνητρα για να τον απορρίψουμε εκ προοιμίου. Γνωρίζουμε περισσότερα απ’ όσα πρέπει – περισσότερα απ’ όσα θα θέλαμε να γνωρίζουμε. Μια διαδικασία που στην κανονική ζωή θα ήταν ένα επίφοβο αλλά ενδιαφέρον ταξίδι, τώρα αποτελεί κοινότοπο έργο που αναπαράγεται στο μυαλό μας πρωθύστερα και χωρίς την έγκρισή μας, όντας εξ αρχής καταδικασμένο να λάβει τη χειρότερη κριτική.
Ζούμε με τους "φίλους" μας στο facebook μια ζωή εντός και μια ζωή εκτός διαδικτύου. Όχι όμως χωρίς να υπάρχει και αλληλεπίδραση. Η διαδικτυακή "φιλία" επηρεάζει το τι νιώθουμε και πώς πράττουμε στην πραγματικότητα. Σε αντίθετη φορά, ό,τι κάνουμε εκτός διαδικτύου, νιώθουμε ότι πρέπει να αποτυπωθεί και διαδικτυακά, να μάθουν όλοι οι "φίλοι" (δηλαδή οι 5-6 κοντινοί, ίσως πραγματικοί, φίλοι και οι υπόλοιποι 100, 200, 500, 1000 ή παραπάνω γνωστοί, συγγενείς, άκυροι που απλά δεχτήκαμε, συνεργάτες, κτλ.) τι τρώμε, πού είμαστε, με ποιον, πότε, γιατί. Για να μη πιάσουμε και το θέμα της ιδιωτικότητας στο διαδίκτυο πάλι. Αν και μάλλον η πλειοψηφία του κόσμου την έχει ξεπουλήσει για χάρη της προσωπικής προβολής. Η ματαιοδοξία που όλοι έχουμε, λίγη ή πολλή, "τρέφεται" και "χορταίνει" πολύ εύκολα με αυτές τις διαδικασίες. 
Η πιο αστεία παράμετρος βέβαια, είναι η σύγχυση φίλων και εραστών, πάντα υπό τους αντιφατικούς όρους οικειότητας που χορηγεί η παράνοια των social media. Το φρενήρες τέμπο, δηλαδή, της εναλλαγής φίλων και επίδοξων εραστών, οι οποίοι, μετά την προδιαγεγραμμένη τους ματαίωση, μετατρέπονται σε απλούς γνωστούς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, ούτε έχουν υπάρξει ποτέ, κάτι απ’ όλα αυτά. Ακόμα όμως κι αν αυτές οι ιδιότητες ανταποκρίνονταν σε κάποια υπαρκτή αλήθεια, πόσο εσφαλμένη είναι η πεποίθηση ότι αυτός που απέτυχε να συμπληρώσει το κουτάκι του ιδεατού μας εραστή, μπορεί κάλλιστα να ενσαρκώσει ρόλο φίλου; Πόσο πεζή και προσβλητική είναι η αντίληψη που υπάγει την έννοια του φίλου σε μια generic ταυτότητα για να την κολλήσει στο πέτο του όποιος απέτυχε να γίνει οτιδήποτε άλλο στη ζωή μας; Λες και η φιλία από μόνη της δεν έχει ειδικές προδιαγραφές, αλλά συνιστά μια συμβολική παροχή σ’ αυτόν που ζημιώθηκε απ’ το Εγώ μας.
Πες τα χρυσόστομε. Γαμώ τα μυαλά σας δηλαδή, κοιτάμε τις ταμπέλες και η ουσία είναι απλά κάτι που υπάρχει στο παρασκήνιο.
Επειδή όμως καμία κρυψώνα δεν κρατάει για πάντα, είτε αυτή είναι κυριολεκτική είτε μεταφορική, θα ‘χει πολύ ενδιαφέρον να δούμε τις αντιδράσεις μας, όταν πια θα ‘χει έρθει η στιγμή να λογοδοτήσουμε ο ένας στον άλλο, χωρίς την ασφάλεια της επίπλαστης περσόνας μας. Ο ένας θα θυμάται τον άλλο, αυτό είναι σίγουρο, αλλά ποια θα είναι η θέση των άλλων στη συνείδησή μας, όταν η πραγματικότητα ξαναγίνει μία; Μήπως στο τέλος θα πρέπει να γνωριστούμε απ’ την αρχή;
Κάτσε να γράψω κάτι εμπνευσμένο κι εγώ γιατί με κάλυψες: Προβλέπω ότι θα έχουν μουδιάσει τόσο πολύ οι κοινωνικές "ικανότητες" του ανθρώπου, που θα συμπεριφέρεται στον διπλανό του με την ίδια διστακτικότητα που ο πρωτόγονος προσέγγισε τη φωτιά για πρώτη φορά.


6/3/16

Όταν δεν ξέρεις πια

Έχει ξαναπεράσει τέτοια σύγχυση
Συναισθηματική αστάθεια
Μα τώρα η υποστήριξη
Θέλει διπλή προσπάθεια

Έφτασε πάλι να μη ξέρει
Τι θέλει, τι νιώθει, τις σκέψεις του
Να μη μπορεί να αξιολογήσει
Σωστές αν είναι οι λέξεις του

Έγινε πάλι κουρέλι
Που τα δεδομένα άλλαξαν
Μια νύχτα αφού ξέσπασε
Και οι πόνοι καταστάλαξαν

Κι άρχισε πια καινούργιος κύκλος
Με εσωτερική αναταραχή
Να χαίρεται, να θλίβεται
Να μη βρίσκει διδαχή

Απ' το σπίτι λείπει πια
Γιατί τον κάλεσε η πατρίδα
Γαλήνη προσπαθεί να βρει
Χωρίς καμιά ελπίδα

Τον δέρνει το συνήθειο
Και οι γλυκές κουβέντες
Η στοργή κι ο έρωτας
Του 'χανε γίνει αφέντες

Τον ρίχνανε, τον ανέβαζαν
Με ευκολία περισσή
Μα τότε δεν του έμενε
Καρδιά μόνο μισή

Τι έφταιξε, πού λάθεψε
Και έτσι τυραννιέται
Με σκέψεις υπερβολικές
Σε λύπη να πλανιέται;

Ζητά η ψυχή του να ξεσπάσει
Και μέσα όλο βρέχει
Να βρει σημάδι ώστε ο δρόμος
Τέλος ξεκάθαρο να έχει

Ουσία κι ένα πόρισμα
Να βγουν απ' τη κατάσταση
Γιατί άμα μιλήσει η λογική
Η αγάπη κάνει επανάσταση...

24/2/16

Περίληψη παραμυθιού

Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, φυσικά...

Πέρασαν τα χρόνια αλλά δεν τον πείραξε. Έκανε πίσω πολλές φορές, έκανε πίσω για να σκεφτεί την επόμενη κίνηση, έχοντας δηλώσει πρόθεση για παραίτηση. Κάθε φορά πίστευε τις απολογίες, είχε πίστη στις ελπίδες για αλλαγή, για βελτίωση, για σωστή επικοινωνία. Δεν ήταν και ψευδείς, βέβαια, απλά επιπόλαιες. Δε μπορείς να ελπίζεις ότι ένα μπάλωμα θα κρατήσει το πλοίο ασφαλές για πολύ. Είναι τρέλα και τελικά έφτασε η ώρα του ναυαγίου. 

Διαπληκτισμοί, όχι τόσο συχνά, αλλά κάθε φορά στο ίδιο πλαίσιο. Κάπου ανάμεσα σε λογική και παραλογισμό, επειδή έτσι είναι. Έτσι είναι όταν αγαπάς ή ερωτεύεσαι. Πόσο μάλλον όταν συμβαίνουν και τα δύο. Υπομονή, προσπάθειες, υποχωρήσεις. Έβαλε πράγματα πίσω, προσπέρασε για να είναι μαζί, να είναι καλά, να είναι ευτυχισμένοι. Προς το τέλος, πίστευε περισσότερο στην καλή της θέληση παρά στα λόγια. Γιατί ήταν επαναλήψεις παρόμοιου έργου τα σκηνικά. Οι συζητήσεις ήταν ανακυκλώσεις.

Απολογίες, υποσχέσεις, ανάκληση βαρεών λόγων. Τα δέχτηκε πολλάκις. Τόση υπομονή, κάποιοι τον είπανε κορόιδο, αγαθό που υπομένει τέτοια φθορά. Όχι γιατί εκείνη ήταν κακός άνθρωπος, αλλά γιατί όσα έκανε πολλές φορές, δεν του αξίζουν. Τους απαντούσε ότι ελπίζει, ότι είναι προσωρινά κι ότι το έλυσαν το θέμα μεταξύ τους. Ότι κατάλαβε το λάθος της. Τα λάθη. Ότι κατάλαβαν κι οι δυο πού είναι το πρόβλημα και θα το λύσουν μαζί, με αγάπη.

Ένας υπέροχος άνθρωπος, βασανισμένος, του είχε πει μια κουβέντα μεγάλη. Ότι δεν φτάνει μόνο η αγάπη. Για να στο λέει αυτό μια μάνα, σημαίνει ότι έχει ζήσει τον κόσμο. Κι όταν αναλογιστείς την κουβέντα αυτή, νιώθεις πως εκρήγνυται μέσα στο νου σου, στη ψυχή σου και βγάζει χίλια νοήματα. Φυσικά και δε φτάνει. Αν έχεις μόνο την αγάπη και σου λείπουν βασικά "αντικείμενα" πάνω στα οποία χτίζεται μια σχέση, μόνο πόνο θα βρεις στο τέλος.

Τον βρήκε και δυο και τρεις φορές τον πόνο. Μαύρες νύχτες και μέρες. Μουντές, άδειες, βασανιστικές. Κάθε φορά όμως περνούσε ο καιρός, μαλάκωναν τα νεύρα και όταν άκουγε "συγνώμη, δε θα επαναληφθεί", ένιωθε πως έπρεπε να δώσει πάλι ευκαιρία, γιατί μαζί ένιωθαν ευτυχία. "Κάτω από το χαλάκι" όμως παρέμεναν οι στάχτες των διαφορών τους. Οι στάχτες που έκαναν λίπασμα για να ανθίσει μια παρόμοια σύγκρουση μετά από καιρό.

Μέχρι τη μέρα που δε γινόταν πια να θεριστεί ο καρπός. Ο καρπός της διαφοράς, που τον έθρεψε η έλλειψη επικοινωνίας, ίσως τα διαφορετικά γούστα, τα αντίθετα πιστεύω, οι προσωπικές ιδιοτροπίες, τα ελαττώματα. Κουρασμένος, εξαντλημένος, έδωσε την τελευταία μάχη δια του λόγου κι όταν έφτασε στο αποκορύφωμα είδε ότι παλεύει μάταια. Στην ανακωχή μόνο σιωπή ακούστηκε. Κι όταν ήρθε η ώρα να συνεχιστεί αυτός ο μάταιος πόλεμος, δε χρειάστηκε πολύ για να λήξει, οριστικά μάλλον. Με δυο βαριές κουβέντες, αρκετές για να παραδοθεί στα νέα και τα παλιά τραύματα της ψυχής του.

"Έτσι λοιπόν;". "Έτσι", απάντησε. Απαίτησε μια τελευταία αγκαλιά πριν αποχωρήσουν από το πεδίο μάχης, από το κάστρο της. Αγκάλιασε, χωρίς ανταπόκριση και περίμενε να αποχωρήσει εκείνη πρώτη. Του είπε ότι δεν είναι ανάγκη. λες και θα του άλλαζε στιγμιαία μια συνήθεια, μια πράξη που τέσσερα χρόνια την έκανε από αγάπη, από έγνοια. Να μη την χάνει από τα μάτια του μέχρι τελευταία στιγμή, μέχρι να κλειδώσουν οι πόρτες.

Αργότερα, όταν της έδωσε να καταλάβει ότι η συμμαχία τους λήγει επίσημα, είχε πάλι την ίδια αντίδραση. Μέσα στον πανικό του αποχωρισμού, στη σκιά της μοναξιάς, του έταξε αλλαγές και υποχωρήσεις, ρώτησε γιατί δεν εμπιστεύεται τις υποσχέσεις, γιατί δεν ελπίζει, γιατί θεωρεί ότι έκανε μόνο εκείνη λάθος. Με μια τελευταία μάχη, εξ' αποστάσεως, την άφησε να μιλήσει. Μέχρι που έλαβε για πολλοστή φορά μια από τις κουβέντες που δε δεχόταν να ακούσει, μια κουβέντα για την οποία είχε απαντήσει πολλές φορές ήδη. 

Με δάκρυα στα μάτια κήρυξε το εμπάργκο. Δεν δέχτηκε να ακούσει κουβέντα παραπάνω και έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα να μην φτάνει τίποτα στ' αυτιά και τα μάτια του. Δεν ξέσπασε όμως, όπως άλλοτε. Γιατί ήξερε πως δεν αξίζει πια. Είχε άλλες δυσκολίες να αντιμετωπίσει, σύντομα. Δεν ήταν κρίμα γι' αυτόν. Τα έδωσε όλα, τα δοκίμασε όλα. Πέρασε μια εμπειρία που τον σκλήρυνε, τον έκανε να νιώσει τόσο όμορφα και τόσο άσχημα. Ήταν κρίμα για εκείνη, που απέτυχε. 

Είναι αυτονόητο ότι η αληθινή αγάπη δε σβήνει ποτέ. Αυτό το σημείο είναι που πονάει. Μέχρι και την συνήθεια, την ξεπερνάς σταδιακά. Βρίσκεις υποκατάστατα και αντικαταστάτες να σε βοηθήσουν να αλλάξεις ρουτίνα. Σαν αποτοξίνωση. Αλλά η αγάπη; Η αγάπη δε φεύγει. Κρύβεται. Υπάρχει και ξυπνάει με το παραμικρό, αν δεν προσέξεις. Ήταν έτοιμος όμως και πάλεψε να μην υποκύψει στα τραύματα της ψυχής του, στις παλιές υποσχέσεις που τον βάρυναν. Στις τόσες ελπίδες πάνω στις οποίες με όλη του την αγάπη έχτιζε τόσο καιρό και που τώρα καταρρέουν αφήνοντας την καρδιά του γυμνή, άστεγη, μόνη.

Η φιλία είναι ένα επαρκώς αποτελεσματικό φάρμακο για τέτοιες πληγές. Αποφάσισε να το αξιοποιήσει στο έπακρο. Το άλλο μισό μέρος της θεραπείας είναι να διώχνει τις σκέψεις. Αν δεν σκέφτεσαι, δύσκολα θα καταφέρεις και να αισθανθείς. Να θυμηθείς. Να πονέσεις. Κι έτσι περνούσε τις μέρες του, υπομένοντας τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, χωρίς να σκέφτεται πολύ, με μια σύμμαχο λιγότερη.


Κι έζησαν αυτοί πολλά κι οι τριγύρω τους περισσότερα...