Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, φυσικά...
Πέρασαν τα χρόνια αλλά δεν τον πείραξε. Έκανε πίσω πολλές φορές, έκανε πίσω για να σκεφτεί την επόμενη κίνηση, έχοντας δηλώσει πρόθεση για παραίτηση. Κάθε φορά πίστευε τις απολογίες, είχε πίστη στις ελπίδες για αλλαγή, για βελτίωση, για σωστή επικοινωνία. Δεν ήταν και ψευδείς, βέβαια, απλά επιπόλαιες. Δε μπορείς να ελπίζεις ότι ένα μπάλωμα θα κρατήσει το πλοίο ασφαλές για πολύ. Είναι τρέλα και τελικά έφτασε η ώρα του ναυαγίου.
Διαπληκτισμοί, όχι τόσο συχνά, αλλά κάθε φορά στο ίδιο πλαίσιο. Κάπου ανάμεσα σε λογική και παραλογισμό, επειδή έτσι είναι. Έτσι είναι όταν αγαπάς ή ερωτεύεσαι. Πόσο μάλλον όταν συμβαίνουν και τα δύο. Υπομονή, προσπάθειες, υποχωρήσεις. Έβαλε πράγματα πίσω, προσπέρασε για να είναι μαζί, να είναι καλά, να είναι ευτυχισμένοι. Προς το τέλος, πίστευε περισσότερο στην καλή της θέληση παρά στα λόγια. Γιατί ήταν επαναλήψεις παρόμοιου έργου τα σκηνικά. Οι συζητήσεις ήταν ανακυκλώσεις.
Απολογίες, υποσχέσεις, ανάκληση βαρεών λόγων. Τα δέχτηκε πολλάκις. Τόση υπομονή, κάποιοι τον είπανε κορόιδο, αγαθό που υπομένει τέτοια φθορά. Όχι γιατί εκείνη ήταν κακός άνθρωπος, αλλά γιατί όσα έκανε πολλές φορές, δεν του αξίζουν. Τους απαντούσε ότι ελπίζει, ότι είναι προσωρινά κι ότι το έλυσαν το θέμα μεταξύ τους. Ότι κατάλαβε το λάθος της. Τα λάθη. Ότι κατάλαβαν κι οι δυο πού είναι το πρόβλημα και θα το λύσουν μαζί, με αγάπη.
Ένας υπέροχος άνθρωπος, βασανισμένος, του είχε πει μια κουβέντα μεγάλη. Ότι δεν φτάνει μόνο η αγάπη. Για να στο λέει αυτό μια μάνα, σημαίνει ότι έχει ζήσει τον κόσμο. Κι όταν αναλογιστείς την κουβέντα αυτή, νιώθεις πως εκρήγνυται μέσα στο νου σου, στη ψυχή σου και βγάζει χίλια νοήματα. Φυσικά και δε φτάνει. Αν έχεις μόνο την αγάπη και σου λείπουν βασικά "αντικείμενα" πάνω στα οποία χτίζεται μια σχέση, μόνο πόνο θα βρεις στο τέλος.
Τον βρήκε και δυο και τρεις φορές τον πόνο. Μαύρες νύχτες και μέρες. Μουντές, άδειες, βασανιστικές. Κάθε φορά όμως περνούσε ο καιρός, μαλάκωναν τα νεύρα και όταν άκουγε "συγνώμη, δε θα επαναληφθεί", ένιωθε πως έπρεπε να δώσει πάλι ευκαιρία, γιατί μαζί ένιωθαν ευτυχία. "Κάτω από το χαλάκι" όμως παρέμεναν οι στάχτες των διαφορών τους. Οι στάχτες που έκαναν λίπασμα για να ανθίσει μια παρόμοια σύγκρουση μετά από καιρό.
Μέχρι τη μέρα που δε γινόταν πια να θεριστεί ο καρπός. Ο καρπός της διαφοράς, που τον έθρεψε η έλλειψη επικοινωνίας, ίσως τα διαφορετικά γούστα, τα αντίθετα πιστεύω, οι προσωπικές ιδιοτροπίες, τα ελαττώματα. Κουρασμένος, εξαντλημένος, έδωσε την τελευταία μάχη δια του λόγου κι όταν έφτασε στο αποκορύφωμα είδε ότι παλεύει μάταια. Στην ανακωχή μόνο σιωπή ακούστηκε. Κι όταν ήρθε η ώρα να συνεχιστεί αυτός ο μάταιος πόλεμος, δε χρειάστηκε πολύ για να λήξει, οριστικά μάλλον. Με δυο βαριές κουβέντες, αρκετές για να παραδοθεί στα νέα και τα παλιά τραύματα της ψυχής του.
"Έτσι λοιπόν;". "Έτσι", απάντησε. Απαίτησε μια τελευταία αγκαλιά πριν αποχωρήσουν από το πεδίο μάχης, από το κάστρο της. Αγκάλιασε, χωρίς ανταπόκριση και περίμενε να αποχωρήσει εκείνη πρώτη. Του είπε ότι δεν είναι ανάγκη. λες και θα του άλλαζε στιγμιαία μια συνήθεια, μια πράξη που τέσσερα χρόνια την έκανε από αγάπη, από έγνοια. Να μη την χάνει από τα μάτια του μέχρι τελευταία στιγμή, μέχρι να κλειδώσουν οι πόρτες.
Αργότερα, όταν της έδωσε να καταλάβει ότι η συμμαχία τους λήγει επίσημα, είχε πάλι την ίδια αντίδραση. Μέσα στον πανικό του αποχωρισμού, στη σκιά της μοναξιάς, του έταξε αλλαγές και υποχωρήσεις, ρώτησε γιατί δεν εμπιστεύεται τις υποσχέσεις, γιατί δεν ελπίζει, γιατί θεωρεί ότι έκανε μόνο εκείνη λάθος. Με μια τελευταία μάχη, εξ' αποστάσεως, την άφησε να μιλήσει. Μέχρι που έλαβε για πολλοστή φορά μια από τις κουβέντες που δε δεχόταν να ακούσει, μια κουβέντα για την οποία είχε απαντήσει πολλές φορές ήδη.
Με δάκρυα στα μάτια κήρυξε το εμπάργκο. Δεν δέχτηκε να ακούσει κουβέντα παραπάνω και έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα να μην φτάνει τίποτα στ' αυτιά και τα μάτια του. Δεν ξέσπασε όμως, όπως άλλοτε. Γιατί ήξερε πως δεν αξίζει πια. Είχε άλλες δυσκολίες να αντιμετωπίσει, σύντομα. Δεν ήταν κρίμα γι' αυτόν. Τα έδωσε όλα, τα δοκίμασε όλα. Πέρασε μια εμπειρία που τον σκλήρυνε, τον έκανε να νιώσει τόσο όμορφα και τόσο άσχημα. Ήταν κρίμα για εκείνη, που απέτυχε.
Είναι αυτονόητο ότι η αληθινή αγάπη δε σβήνει ποτέ. Αυτό το σημείο είναι που πονάει. Μέχρι και την συνήθεια, την ξεπερνάς σταδιακά. Βρίσκεις υποκατάστατα και αντικαταστάτες να σε βοηθήσουν να αλλάξεις ρουτίνα. Σαν αποτοξίνωση. Αλλά η αγάπη; Η αγάπη δε φεύγει. Κρύβεται. Υπάρχει και ξυπνάει με το παραμικρό, αν δεν προσέξεις. Ήταν έτοιμος όμως και πάλεψε να μην υποκύψει στα τραύματα της ψυχής του, στις παλιές υποσχέσεις που τον βάρυναν. Στις τόσες ελπίδες πάνω στις οποίες με όλη του την αγάπη έχτιζε τόσο καιρό και που τώρα καταρρέουν αφήνοντας την καρδιά του γυμνή, άστεγη, μόνη.
Η φιλία είναι ένα επαρκώς αποτελεσματικό φάρμακο για τέτοιες πληγές. Αποφάσισε να το αξιοποιήσει στο έπακρο. Το άλλο μισό μέρος της θεραπείας είναι να διώχνει τις σκέψεις. Αν δεν σκέφτεσαι, δύσκολα θα καταφέρεις και να αισθανθείς. Να θυμηθείς. Να πονέσεις. Κι έτσι περνούσε τις μέρες του, υπομένοντας τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, χωρίς να σκέφτεται πολύ, με μια σύμμαχο λιγότερη.
Κι έζησαν αυτοί πολλά κι οι τριγύρω τους περισσότερα...